θεανθρωπότης

θεανθρωπότης
θεανθρωπότης, ἡ (Μ)
η ιδιότητα τού θεανθρώπου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεάνθρωπος. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στον Ζήκο Ρώση].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”